- εκχωρητήριο
- το1. η νομική πράξη με την οποία γίνεται εκχώρηση (βλ. λ.).2. το έγγραφο αυτής της πράξης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εκχωρητήριο — το 1. η νομική πράξη με την οποία εκχωρείται κάτι 2. το έγγραφο τής εκχωρήσεως 3. σκαμμένοι χώροι σε διάφορα σημεία υπονόμου (εσοχές), όπου μπορεί να παραμερίσει κανείς για να περάσει κάποιος που έρχεται από αντίθετη κατεύθυνση … Dictionary of Greek